ολιγοβαρής

ολιγοβαρής
-ές (Μ ολιγοβαρής, -ές)
αυτός που έχει λίγο βάρος, ελαφρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο)- (βλ. λ. λιγο-) + -βαρής (< βάρος), πρβλ. ισο-βαρής].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ὀλιγοβαρές — ὀλιγοβαρής light in weight masc/fem voc sg ὀλιγοβαρής light in weight neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιγο- — και ολιγ(ο) (AM ολιγ[ο] , Μ και λίγ[ο] ) τύπος «σύνθετου υποκοριστικού» (πρβλ. μικρο , χαμο , υπο κ.ά.) που ανάγεται στο επίθ. ολίγος*. Δηλώνει σμίκρυνση ή υποκορισμό τής σημασίας τού β συνθετικού. Τα σύνθετα τού τύπου ολιγ(ο) αποτελούν το… …   Dictionary of Greek

  • βάρος — Η δύναμη με την οποία η Γη έλκει προς αυτή τα σώματα. Το β. προέρχεται από τη δύναμη της παγκόσμιας έλξης που ασκείται μεταξύ της Γης και ενός σώματος. Έτσι και η Γη υφίσταται μια έλξη από μέρους του σώματος, ίση και αντίθετη από αυτή που ασκεί η …   Dictionary of Greek

  • διπλοβαρής — ές αυτός που έχει διπλάσιο βάρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < διπλο * + βαρής < βάρος (πρβλ. ολιγοβαρής, ομοιοβαρής)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”